- γλυκέων
- γλυκύςsweet to the tastemasc/neut gen pl (epic doric ionic aeolic)γλυκέω̆ν , γλυκύςsweet to the tastemasc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Γλυκέων — Γλύκη fem gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αμφίποδα — (amphipoda).Επιστημονική ονομασία αρθρoπόδων μαλακοστράκων που ζουν στις θάλασσες, στις λίμνες, στους ποταμούς, σε αμμώδεις ακτές, σε σπήλαια και σε υγρά μέρη πολλών τροπικών νησιών. Είναι γνωστά περίπου 4.600 είδη. Αφθονούν σε ορισμένες ακτές σε … Dictionary of Greek
μυρέψημα — το (Μ μυρέψημα) [μυρεψώ] αρωματώδες απόσταγμα, άρωμα, μυρωδικό («οὐ μόνον ἐξ ἀνθέων γλυκέων καὶ λοιπῆς χρησιμότητος ἑαυτῇ συγκροτεῑν τὸ μυρέψημα τοῡ γλυκάσματος», Ευστ.) … Dictionary of Greek
τραβερτίνης — ο, Ν (πετρογρ.) ασβεστόλιθος, πετρογενετικής φύσεως γλυκέων υδάτων ή λιμναίας, ο οποίος παρουσιάζει κοιλότητες επενδεδυμένες με κρυστάλλους ασβεστίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. travertine < ιταλ. travertino, tivertino < λατ. (lapis) tiburtinus… … Dictionary of Greek
Βλαντής — Επώνυμο τριών λογίων του 19ου αι. 1. Ανδρέας (Λευκάδα 1813 – 1885). Νομομαθής και φιλόλογος, γιος του Σπυρίδωνα (βλ. 2.). Διδάχτηκε τα πρώτα γράμματα στη Λευκάδα και το 1835 αποφοίτησε από τη νομική σχολή της Ιονίου Ακαδημίας. Παράλληλα, ο Β.… … Dictionary of Greek